τουρανικός

τουρανικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή τού Τουράν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τουράν. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”